- σφηνοκέφαλος
- σφηνο-κέφαλος, mit kegelförmigem Kopfe, spitzköpfig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφηνοκέφαλος — η, ο / σφηνοκέφαλος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, ηνός «σφήνα» + κέφαλος (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
σφηνοκεφάλους — σφηνοκέφαλος with wedgeshaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
σφηνοκεφαλία — η, Ν ανατ. παραμόρφωση τού κρανίου κατά την οποία αυτό εμφανίζεται επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphenocephalia (< σφηνοκέφαλος + ία)] … Dictionary of Greek